-
1 παρ-εις-ρέω
παρ-εις-ρέω (s. ῥέω), daneben, heimlich, unvermerkt hinein- od. zufließen, ἐάν τι παρειςρυῇ, Arist. part. an. 3, 3; sich hineinschleichen, πρὸς τὰ συσσίτια, Plut. Lyc. 17; εἰς τὴν πόλιν, 27; ἵνα μή τι ἀκατάληπτον παρειςρυῇ, M. Ant. 7, 54.
-
2 παρεισρεω
1) (сбоку) втекать, вливаться(εἰς τέν ἀρτηρίαν Arst.)
2) перен. просачиваться, прокрадываться(εἰς τέν πόλιν, πρὸς τὰ συσσίτια Plut.)
-
3 φοιτάω
Aἐπεφοίτεε Nonn.D.1.321
); [dialect] Dor. inf. ; [tense] impf.[dialect] Dor. [ per.] 3sg.ἐφοίτη Theoc.2.155
; [dialect] Ep. [ per.] 3 dualφοιτήτην Il.12.266
; [dialect] Ion. : [dialect] Aeol. [tense] aor. subj. [ per.] 2sg.- άσῃς Sapph.68
:—go to and fro, backwards and forwards, and generally, with notion of repeated motion, stalk;ἀν' ὅμιλον ἐφοίτα θηρὶ ἐοικώς Il.3.449
, cf. 13.760;φοίτα δ' ἄλλοτε μὲν πρόσθ' Ἕκτορος, ἄλλοτ' ὄπισθε 5.595
; ;ἐφοίτων ἄλλοθεν ἄλλος Od.9.401
., cf.10.119;πάντῃ φοιτήσασα Il.20.6
;φοίτα μακρὰ βιβάς 15.686
, cf. Od.11.539; διὰ νηὸς φ. keep going from one part to another, 12.420; l.c.; of birds on the wing, Od.2.182, E.Hipp. 1059, Ion 154 (lyr.); of horses going to feed, Hdt.1.78; of hounds casting about for the scent, X.Cyn.4.4, 6.19; φοιτᾷς ὑπερπόντιος ἔν τ' ἀγρονόμοις αὐλαῖς, of love frequenting both sea and land, S.Ant. 785 (lyr.), cf. E.Hipp. 447; of young men strutting about to show their persons,λαμπροί τ' ἐν ἥβῃ καὶ πόλεως ἀγάλματα φοιτῶσ' Id.Fr. 282.11
.2 roam wildly about, Il.24.533;οἱ δὲ μεγάλα στενάχοντες φοίτων Od.14.355
;φοιτῶν μανιάσιν νόσοις S.Aj.59
, cf. OT 476 (lyr.), 1255: hence, roam about in frenzy or ecstacy, ἐς Διόνυσον, of a Bacchant, AP6.172.3 of sexual intercourse, go in to a man or woman,εἰς εὐνὴν φοιτῶντε Il.14.296
;πρὸς ἀλλήλους Pl.R. 390c
;πρὸς τὴν γυναῖκα Lys.1.19
; παρ' αὐτήν ib.15;παρὰ τὸν ἑωυτῆς ἄνδρα Hdt.2.111
;παρὰ τοὺς δούλους Id.4.1
; .4 resort to a person as a friend, φ. παρά τινα visit him, Pl.Phd. 59d, Euthd. 295d, La. 181c, etc.; παρ' ἡμᾶςφ. ὡς παρὰ φίλους Id.R. 328d
;πρὸς τὴν συνουσίαν τινός Id.Lg. 624a
;σφιν ἑκατέρωσε Id.Grg. 523b
.b resort to a person or place for any purpose,ἐφοίτων παρὰ τὸν Δηϊόκεα.. δικασόμενοι Hdt.1.96
;παρά τινα φ. ἐς λόγους Id.7.103
; φ. ἔς τε πολέμους καὶ ἐς ἄγρας, ἔς τε ἀγορὴν καὶ ἐξ ἀγορῆς, Id.1.37;ἐς τὰ χρηστήρια Id.6.125
;εἰς τὸ ἱερὸν ἑκάστης ἡμέρας Pl.Lg. 794b
; φ. πρὸς τοὺς Ἀθηναίους, of embassies from the subject states, Th.1.95; φοιτᾶν ἐπὶ τὰς θύρας τινός frequent, wait at a great man's door, Hdt.3.119, X.Cyr.8.1.8, HG.1.6.10; later,φ. ἐπὶ θύρας Plu.Aem.10
, Luc.DMort.9.2, etc.;ἐπὶ θύραις Plu.Cat. Mi.21
(s. v. l.);ἐπὶ τὴν ἐμὴν οἰκίαν Lys.3.29
, cf. Aeschin.1.58;εἰς τὸ ἱερόν IG7.235.2
(Oropus, iv B. C.); alsoφ. εἰς συσσίτια Pl.R. 416e
;ἄκλητος φοιτᾷς ἐπὶ δεῖπνον Cratin.45
(anap.), cf. Eup.162 (lyr.);εἰς καπήλου φ. Plu.2.643c
; ; of a company of actors,φ. τισι εἰς τὴν πόλιν Pl.Lg. 817a
.: abs., of a suitor,φοιτῶν ἐναργὴς ταῦρος, ἄλλοτ' αἰόλος δράκων.. ἄλλοτ' ἀνδρείῳ κύτει βούπρῳρος S.Tr.11
.c of a dream that visits one frequently, haunts one,ἐν ὀνείρασι φοιτῶσα E.Alc. 355
; .5 resort to a person as a teacher,παρά σε ταῦτα μαθησόμενος Id.Smp. 206b
; παῖς ὢν ἐφοίτας ἐς τίνος διδασκάλου (sc. οἶκον); Ar.Eq. 1235, cf. Pl.Prt. 326c, Alc.1.109d;τῶν διδασκάλων ὅποι ἐφοιτῶμεν Is.9.28
;εἰς τὰ διδασκαλεῖα φ. X.Cyr.1.2.6
;εἰς παλαίστραν Pl.Grg. 456d
;πρὸς τὰς τοῦ γραμματιστοῦ θύρας Id.Erx. 398e
: later, c. dat.,τοῖς μάγοις Philostr. VA1.26
;διδασκάλοις Jul.Or.7.219c
: abs., go to school, Ar.Nu. 916, 938 (anap.);ἐδίδασκες γράμματα, ἐγὼ δ' ἐφοίτων D.18.265
: οἱ φοιτῶντες the schoolboys, Pl.Lg. 804d, Isoc.15.183.6 of a physician, practise, Hp. Lex4.II of things, esp. of objects of commerce, to come in constantly or regularly, be imported, ἐξ ἐσχάτης (sc. Εὐρώπης) ; κέρεα τὰ ἐς Ἔλληνας φοιτέοντα which are imported into Greece, Id.7.126; σῖτος δέ σφι πολλὸς ἐφοίτα corn came in to them in plenty, ib.23, cf. Lys. 32.15, X.HG1.1.35; come in, of tribute or taxes, , cf. 3.90: generally,ἀκάμας χρόνος.. ἀενάῳ ῥεύματι φ. E.Fr.594.2
(anap.);ᾧ μία τις πήρα, μία διπλοΐς, εἷς ἅμ' ἐφοίτασκίπων
travelled,AP
7.65 (Antip.); of reports, was current,Plu.
Fab.21;τὸ Σερτωρίου κλέος ἐφοίτα πανταχόσε Id.Sert.23
;ἀρεταὶ πάντῃ φ. διὰ τῆς φήμης D.S.10.12
; of fits of pain,ἥδε [νόσος] ὀξεῖα φοιτᾷ καὶ ταχεῖ, ἀπέρχεται S.Ph. 808
, cf. Hes. Op. 103; of the καταμήνια, Arist.HA 582b4, GA 727b27; of recurrent καθάρσεις, Id.HA 583a26; τὰ οὖρα καθαρὰ ἐφοίτα came clear, Hp. Epid.7.115;ἄνω φοιτᾷ ἡ ὀδύνη Id.Mul.1.63
; of recurrent phenomena, such as rain, snow, hail, Arist.Mete. 347b12, Pr. 931a38. -
4 κινδυνεύω
Aκεκινδύνευκα Lys.3.47
, Plb.5.61.4:—[voice] Pass., mostly in [tense] pres.: [tense] fut.κινδυνευθήσομαι D.30.10
,κεκινδυνεύσομαι Antipho 5.75
: [tense] aor. and [tense] pf., v. infr. 3: ([etym.] κίνδυνος):—to be daring, run risk, κ. πρὸς πολλούς, πρὸς τοὺς πολεμίους, Hdt.4.11, X.Mem.3.3.14; κ. εἰς τὴν Αῐγυπτον venture thither, Pherecr.11.b abs., make a venture, take a risk, Hdt.3.69, Ar.Eq. 1204; to be in dire peril, Th.3.28, 6.33, etc.; to be in danger, Arist.EN 1124b8, etc.; of a sick person, Hp.Aph. (Sp.) 7.82, Coac. 374; esp. engage in war, Isoc.1.43; τοῦ χωρίου κινδυνεύοντος the post being in peril, Th.4.8; ὁ κινδυνεύων τόπος the place of danger, Plb.3.115.6.2 c. dat., κ. τῷ σώματι, τῇ ψυχῇ, Hdt.2.120, 7.209; κ. ἁπάσῃ τῇ Ἑλλάδι run a risk with all Greece, i.e. endanger it all, Id.8.60.α'; στρατιῇ Id.4.80
; τίσιν οὖν ὑμεῖς κινδυνεύσαιτ' ἄν .. ; in what points.. ? D.9.18; κ. τοῖς ὅλοις πράγμασι, τῷ βίῳ, Plb.1.70.1, 5.61.4;τῷ ζῆν PTeb.44.21
(ii B.C.): freq. with Preps.,κ. ἐν τοῖς σώμασι Lys.2.63
;οὐκ ἐν τῷ Καρὶ ἀλλ' ἐν υἱέσι Pl.La. 187b
([voice] Pass.); κ. περὶ [ τῆς Πελοποννήσου] Hdt.8.74;περὶ τῆς ψυχῆς Antipho 2.4.5
, Ar.Pl. 524;περὶ τοῦ σώματος And.1.4
;περὶ ἀνδραποδισμοῦ Isoc. 8.37
;περὶ τῆς μεγίστης ζημίας Lys.7.15
;περὶ τῆς βασιλείας πρὸς Κῦρον D.15.24
; ;περὶ τοῖς φιλτάτοις Pl.Prt. 314a
; but κ. περὶ δισχιλίους go into battle with a force of 2, 000, Eun.Hist.p.244 D.;ὑπὲρ καλλίστων Lys.2.79
.3 c. acc. cogn., venture, hazard, ;κινδύνευμα Pl.R. 451a
;μάχην Aeschin.2.169
; τὴν ψευδομαρτυρίαν hazard a prosecution for perjury, D.41.16 codd. ( τῶν-ιῶν Blass):—[voice] Pass., to be ventured or hazarded, μεταβολὴ κινδυνεύεται there is risk of change, Th.2.43; ὁποτέρως ἔσται, ἐν ἀδήλῳ κινδυνεύεται remains in hazardous uncertainty, Id.1.78;τὰ μέγιστα κινδυνεύεται τῇ πόλει D.19.285
; κεκινδυνευμένον a venturous enterprise, Pi.N.5.14; τὰ κινδυνευθέντα, = τὰ κινδυνεύματα, Lys.2.54;τῶν ἤδη σφίσι καλῶς κεκινδυνευμένων Arr.An.2.7.3
;τὸ φιλοπόλεμον καὶ κεκ. D.S.2.21
.4 c. inf., run the risk of doing or being..,τὸν στρατὸν κινδυνεύσει ἀποβαλεῖν Hdt.8.65
;κακόν τι λαβεῖν Id.6.9
;ἀπολέσθαι Id.9.89
;διαφθαρῆναι Th.3.74
; , etc.;τοῦ συντριβῆναι LXX Jn.1.4
; then,b to express chance, i.e. what may possibly or probably happen: c. [tense] pres., [tense] pf., or [tense] aor. inf., κινδυνεύουσι οἱ ἄνθρωποι οὗτοι γόητες εἶναι they run a risk of being reputed conjurers, Hdt.4.105; κινδυνεύσομεν βοηθεῖν we shall probably have to assist, Pl. Tht. 164e, cf. 172c; κ. ἡ ἀληθὴς δόξα ἐπιστήμη εἶναι seems likely to be.., ib. 187b; κινδυνεύσεις ἐπιδεῖξαι χρηστὸς εἶναι you will have the chance of showing your worth, X.Mem.2.3.17, cf. 3.13.3; κ. ἀναμφιλογώτατον ἀγαθὸν εἶναι ib.4.2.34, cf. Pl.Ap. 40b; τὰ συσσίτια κινδυνεύει συναγαγεῖν he probably organized the σ., Id.Lg. 625e; κινδυνεύω πεπονθέναι ὅπερ .. Id.Grg. 485e: c. [tense] fut. inf., dub. in Th.4.117; κινδυνεύει impers., it may be, possibly, as an affirmat. answer, Pl.Sph. 256e, Phdr. 262c; out of courtesy, when no real doubt is implied, κινδυνεύεις ἀληθῆ λέγειν you may very likely be right, Id.Smp. 205d.5 [voice] Pass., to be endangered or imperilled,ἐν ἑνὶ ἀνδρὶ πολλῶν ἀρετὰς κ. Th.2.35
; :— but [voice] Pass. in sense of [voice] Act. dub. in GDI3569.4 ([place name] Calymna).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κινδυνεύω
-
5 συνάγω
A (lyr.), prob. in E.IA 290 (lyr.), [dialect] Ep.σύνᾰγον Il.14.448
: [tense] fut. συνάξω: [tense] aor. 1 συνῆξα, [dialect] Dor. ,1791 (Delph., ii B.C.); inf. συνάξαι v.l. in Ev.Luc. 3.17; part. συνάξας f.l. for συννάξας in Hdt.7.60: but the regul. [tense] aor. is συνήγαγον: [dialect] Att. [tense] pf.συνῆχα X.Mem.4.2.8
; (v.l. -γιοχ-, -γιωχ-, γειοχ-), Dsc.1.68, Iamb.VP35.254, etc.; [dialect] Dor.συναγάγοχα Test.Epict.3.12
: [tense] pf. [voice] Pass. συνῆγμαι, [dialect] Dor.- ᾶγμαι Ti.Locr.101b
.--Old [dialect] Att. [full] ξυνάγω, which Hom. also uses metri gr.:—bring together, gather together:I of persons, animals, etc., ἡ δὲ ξυνάγουσα γεραιὰς νηόν.. to the temple, Il.6.87, cf. Hdt.2.111, 3.150, etc.;ἐς ἕνα Χῶρον σ. μυριάδα ἀνθρώπων Id.7.60
;ἔνθα ποτ' Ὀρφεὺς σύναγεν δένδρεα μούσαις, σύναγεν θῆρας E.Ba. 563
(lyr.); ποίμνας Ὀλύμπου ς. S.Fr. 522; Ἕλληνας εἰς ἓν καὶ Φρύγας ς. E.Or. 1640, cf. Ar.Lys. 585 (anap.); σ. ἐς ὀλίγον crowd them into a narrow compass, Th.2.84;σ. εἰς ταὐτόν Pl.Phdr. 256c
, cf. Tht. 194b; εἰς ἕν, εἰς μίαν ἀρχήν, Arist.Pol. 1280b13, 1299b13; much like συνοικίζω, ib. 1285b7.2 bring together for deliberation or festivity,βουλήν Batr.134
;δικαστήριον Hdt.6.85
;τοὺς στρατηγούς Id.8.59
;ἐκκλησίαν τινὸς ἕνεκα Th.2.60
; ἔς τι, περί τινος, Id.1.120, X.HG7.1.27;οἱ νόμοι σ. ὑμᾶς, ἵνα.. D.19.1
;τὴν βουλὴν καὶ τὸν δῆμον Arist.Ath.43.3
; σ. πανηγύρεις, ἑταιρείας, συσσίτια, etc., Isoc.4.1,79, Pl.R. 365d, Lg. 625e, etc.;σ. ἔρανον Μηνὶ Τυράννῳ IG3.74.21
, cf. GDI1772, 1791 (Delph., ii B.C.):—[voice] Pass.,πανήγυρις.. συναγομένη SIG888.129
(Scaptopara, iii A.D.): abs., hold a club dinner or meeting, Thphr.Char.30.18, and so perh. OGI130.5 (Egypt, ii B.C.);σ. ἀπὸ συμβολῶν Diph.43.28
;ἔλεγον συνάγειν τὸ μετ' ἀλλήλων πίνειν Ath.8.365c
, cf. Sophil.4.2, Men.158, Hsch.; νυνὶ.. συνάγουσι they are at dinner, Men.Epit. 195.3 in hostile sense, ξ. Ἄρηα, ἔριδα Ἄρηος, ὑσμίνην, join battle, begin the battle-strife, etc., Il.2.381, 5.861, 14.448, al.; πόλεμον ς. Isoc.4.84.b match, pit two warriors one against the other, A.Th. 508: hence intr., ἐς μέσσον ς. engage in fight, Theoc.22.82;σ. τινί Plb.11.18.4
;εἰς Χεῖρας Plu.Publ.9
.4 bring together, join in one, unite,ἄμφω ἐς φιλότητα h.Merc. 507
;παράνοια σ. νυμφίους φρενώλεις A.Th. 756
(lyr.); τὸ κακὸν σέ τε κἀμὲ ς. E. Hel. 644 (lyr.), cf. Ar.Ach. 991 (lyr.);ἀνθρώπους εἰς κηδείαν X.Mem.2.6.36
; γυναῖκα καὶ ἄνδρα, of Isis, IG12(5).14.20 (Ios, iii A.D.): hence γάμους ς. contract marriages, X.Smp.4.64.5 bring together, make friends of, reconcile, Emp. ap. Arist.Metaph. 1000b11, D.58.42, 59.45; bring persons together in works of fiction,Κρέοντα καὶ Τειρεσίαν Pl. Ep. 311b
.6 σ. ἑαυτόν collect oneself, Plu.Phil.20.7 lead with one, receive,σ. εἰς τὸν οἶκον LXX 2 Ki.11.27
, cf. Jd.19.15; gave hospitality to..,Ev.Matt.
25.35:—[voice] Pass., Act.Ap.11.26.II of things,σύναγεν νεφέλας Od.5.291
, cf. Thphr.Vent.42;ἵνα οἱ σὺν φόρτον ἄγοιμι Od.14.296
;κήρυκες ὅρκια πιστὰ θεῶν σύναγον Il.3.269
;τὰ Χρήματα ἐκ τῶν ἀγρῶν X.An.6.2.8
; τὸ ἔλαιον ἐν ἀγγείοις interpol. in Hdt.6.119;τὰς εἰσφοράς Arist.Pol. 1314b15
, cf. PHib.1.157 (iii B.C.), PCair.Zen.315.1 (iii B.C.), etc.;καρπόν Plb.12.2.5
;κόγχον καὶ κύαμον Crates Theb.7
; τρυγᾶν καὶ ς. PRev.Laws 24.14 (iii B.C.); τὴν μήκωνα ς. Sammelb. 4305 (iii B.C.);σ. εἰς μίαν γωνίαν τὸ ἀποκτένισμα τοῦ στιππύου PCair.Zen.176.41
(iii B.C.);συναγαγεῖν καὶ συναθροῖσαι τὸ θερμόν Thphr.Ign.17
;εἰς ἀποθήκας Ev.Matt.6.26
;κοινὸν σ. τὸν βίον Pl.Plt. 311c
;σ. ἐκ δικαίων τὸν βίον Men.Mon. 196
; of an artist,σ. τὰ κάλλιστα ἐκ πολλῶν X. Mem.3.10.2
, cf. Pl.R. 488a.b of a historical writer,σ. τὰς πράξεις Isoc.12.252
, 15.45; συνηγμένος concise in speech, D.L.4.33; of an anthologist, ὅλας ῥήσεις εἰς ταὐτὸν ς. Pl.Lg. 811a; σ. εἰς ταὐτὸν τὰ κάλλιστα τοῖς αἰσχίστοις jumble together, identify, Aeschin.2.145, cf. Pl.Sph. 251d;Σειληνὸν καὶ Μαρσύαν.. εἰς ἕν Str.10.3.14
.2 draw together, so as to make the extremities meet, τὰ κέρεα (of an army) Hdt.6.113; Αἴας δὲ.. δεξιὸν κέρας πρὸς τὸ λαιὸν (dub. l.) (lyr.);σ. ἐς τετράγωνον τάξιν τοὺς ὁπλίτας Th.4.125
, cf. 1.63, etc.; σ. τὰ τέρματα, of two rivers which gradually approach one another, Hdt.4.52; σ. ἑαυτόν, of a snake, Arist.HA 594a19; σ. τοὺς πόρους, of a styptic, Thphr.Od.36; σ. τὰν ἁφάν, τὰν γεῦσιν, Ti.Locr. 101c; συναγμένα [φωνά] ib. 101b.b draw together, narrow, contract, [ τὴν διώρυχα] Hdt.7.23; πρῴρην ς. bring it to a point, Id.1.194; τὸν.. Χρόνον ὡς εἰς μικρότατον ς. D.Prooem.36;τὴν πόλιν Plb.5.93.5
, etc.;ἐκ μεγάλας δαπάνας εἰς μικρόν IG12(2).645
a.16 (Nesos, iv B.C.):—[voice] Pass.,συνάγεται καὶ διοίγεται ὁ φάρυγξ Arist.PA 664b25
;εἰς ὀξὺ συνῆχθαι Id.HA 496a19
;εἰς μικρόν Id.Mete. 354a7
, Democr. ap. Thphr.Ign.52; εἰς στενόν Didym. ap. Ath.11.477f;ποτήριον συνηγμένον εἰς μέσον Callix.3
; συνῆκται ἡ κοιλία is pinched in, drawn in, Archig. ap. Aët.6.3;ἐπὶ στενὸν συνάγεται τὸ στόμιον Sor.1.9
.cσ. τὰς ὀφρῦς S.Fr. 1121
, Ar.Nu. 582 (troch.), Antiph.218.2;ἐπισκύνιον Ar.Ra. 823
(lyr.); ; σ. τὰ βλέφαρα close the eyelids, ib.38, Gal.18(2).62; but σ. τὰ ὦτα prick the ears, of dogs, X.Cyn.3.5, cf. Ar.Eq. 1348;τὰ σκέλη πρὸς ἄλληλα Sor.1.101
, cf. 2.61 ([voice] Pass.), Diocl.Fr.141.d metaph.,σ. τινὰς ἐς κίνδυνον ἔσχατον App.Hann.60
; συνάγεσθαι to be straitened, afflicted, λιμῷ, σιτοδείᾳ, Plb.1.18.7,10; συνάγεσθαι τοῖς Χαρακτῆρσι to become pinched in its features, Sor.1.108; but πεφυκότος τοῦ θερμοῦ συνάγειν καὶ τονοῦν τὴν γαστέρα pull the stomach together, Gal.15.195; τὰ στύφοντα ἐδέσματα σ. καὶ σφίγγει τὰ σώματα ib.462, cf. 6.90, al.3 conclude from premisses, infer, prove, Arist.Rh. 1357a8, 1395b25, Metaph. 1042a3, Pol. 1299b12, Phld.Sign.12, al.;σ. ὅτι.. Arist.Rh. 1377b6
, cf. A.D. Conj.249.7: c. inf., Luc.Hist.Conscr.16: c. gen. abs., σ. ὥς τινος γενομένου form a conclusion of his having been.., Arist.Pol. 1274a25; συνάγοντες λόγοι cogent arguments, Stoic.2.77, Arr.Epict.1.7.12: also, sum up numbers, D.H.4.6, Ptol.Alm.9.10, Dioph.3.6, al.; also, obtain them by multiplication, ὁ συνηγμένος [ἀριθμὸς] ἐκ τῶν κβ καὶ πθ the product.., Aristarch.Sam.13, cf. Papp.22.7, Paul.Al.K.1; of division, give a quotient, Dioph.2.9; of an integer, yield a fraction (9 = 72/8), ib.12; of any calculation, yield a result, Id.1.25, al. ([voice] Pass.).4 [voice] Pass., συνάγεται τᾷ περιφορᾷ is carried along with it, Ti.Locr.98e. -
6 συντάσσω
A put in order together, esp. as a military term, draw up, put in array, Hdt.7.78, Th.8.28, X.HG4.8.28, etc.; σ. πεζοὺς αὐτοῖς (sc. τῷ ἱππικῷ) draw up the foot with the horse, ib. 7.5.24:—[voice] Pass., to be drawn up in order of battle, E.HF 191, X.Cyr. 1.4.18, etc.; μάλιστα ξυντεταγμένοι παντὸς τοῦ στρατοῦ in the best order of all the army, Th.3.108;μεθ' ὅπλων συντεταγμένοι D.21.223
; τισι or μετά τινων with others, X.HG1.2.15, Vect.2.3, cf. Cyr. 6.4.14, etc.:—[voice] Med., form in order of battle,ὁμόσε χωρῶμεν ξυνταξάμενοι Ar.Lys. 452
: [voice] Med. also trans., συνταξάμενος βαθεῖαν τὴν φάλαγγα having drawn up his phalanx in deep order, X.HG2.4.34.b place under command of,τινὶ τάξιν Arr.An.4.24.10
:— [voice] Pass., metaph.,τὰ πάθη τῇ τοῦ λογισμοῦ ἡγεμονίᾳ Hierocl. in CA19p.461M.
2 [voice] Pass., of single persons, to be collected, resolute,συντεταγμένος στρατηγός X.HG4.8.22
; περὶ παίδων ἀγωγὴν ἄκρως ς. D.L.5.65; so of the mind, πρὶν ξυνταχθῆναι.. τὴν δόξαν before they have time to get their thoughts collected, Th.5.9 ( ξυνταθῆναι is prob. cj.);ἡ ἐπὶ τοῦ συντετάχθαι.. φρόνησις οὖσα Amphis 33.4
; ἔφοδος ἐνεργὸς καὶ ς. Plb.3.19.5.II arrange, organize, ; ;ἐνιαυτούς τε καὶ ὥρας καὶ μῆνας Id.Phlb. 30c
;σύνοδον Plu.Ant.71
: in bad sense, concoct,ψευδῆ κατηγορίαν Aeschin.2.183
:—[voice] Pass., ψυχὴ συντεταγμένη σώματι organically united with, Pl.Lg. 903d; ὀλιγαρχικῶς συντετ. Arist.Pol. 1317a6; σημεῖον πολιτείας συντεταγμένης of an organized state, ib. 1272b30; Τροιζήνιοι σ. εἰς τοὺς Ἀχαιούς joined the Achaean League, Plu.Arat.24; οἱ συντεταγμένοι the conspirators, X.HG3.3.7:—[voice] Med., arrange for oneself, i.e. make one's own plans of life, Hp. VM10: also, get matters organized or arranged, or simply ordain, settle, τὰ νόμιμα ἡμῖν συνετάξατο [ὁ νομοθέτης] Pl.Lg. 626a, cf. 625e, 781b;τὴν περὶ τοὺς νέους ἐπιμέλειαν Lycurg.106
; καταστήσαντες.. εἰς τὴν προγεγραμμένην κώμην Τεβτῦνειν οὗ ἐὰν Ἀρίστων συντάσσηται wherever A. may arrange to accept delivery, PSI10.1098.24 (i B.C.).2 of taxation, assess, IG12.63.17;σύνταγμα συντάξας εἰς ἑκατὸν ταλάντων πρόσοδον Aeschin.3.95
:—[voice] Pass., to be organized for paying contributions, ib.97, D.13.3,9; but τὸ συντεταγμένον the assessed sum, Arist.Pol. 1330a7:—[voice] Med., agree to such assessment, D.27.7, cf. 28.8; τι εἰς τροφὴν συνταξάμενος ἐδίδου gave an allowance for food, Aeschin.1.102: cf.σύνταξις 11.3
.3 compose or compile a narrative or book, Plb.2.40.4, Plu.Brut.4:—[voice] Med., Pl.Phdr. 263e, Plb.1.3.8, Gal.19.221: abs., write a book, Plb.9.2.2;οἱ τὰ Ῥωμαϊκὰ συνταξάμενοι D.H.4.7
; σ. ὑπόθεσιν treat of.., Id.Comp.4:—[voice] Pass., , cf. Aeschin.3.201.4 c. inf., ordain, prescribe, order,δασμοὺς ἀποφέρειν τινάς X.Cyr.8.6.8
, cf. Aeschin.2.22, PEnteux.27.13, 84.10,16 (iii B.C.), PCair.Zen.28.1, al. (iii B.C.), Plb.3.50.9, PStrassb.100.21 (ii B.C.): without inf.,συντάξαντος ἡμῖν Ἀμύντου PCair.Zen.27.1
(iii B.C.); καθὼς συνέταξεν αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς v. l. for προσέταξεν in Ev.Matt.21.6.b c. acc. rei, prescribe, of a physician,θεραπείαν Plu.Per.13
, cf. D.S.1.70, Sor.1.60; alsoσ. τί πρῶτον οἰστέον Alex.186.3
:—[voice] Pass.,τοιαύτης ἐπιμελείας συνταχθείσης Sor.2.48
: generally, to be prescribed or ordained,ταὐτὸν περὶ τὰς ἡδονὰς συντεταγμένον ἐν τοῖς νόμοις Pl.Lg. 634b
, cf. 817e; ταῦτα τῷ ναυάρχῳ συνετάχθη Epist. ap. D.18.78;ἄν τις πόλις μὴ ἀποστείλῃ τὴν δύναμιν τὴν συντεταγμένην IG42(1).68.95
(Epid., iv B.C.).5 Gramm., combine in interpretation,τοῖς προειρημένοις συντάττουσι ταῦτα Gal.15.897
, cf. 16.533 ([voice] Pass.); construct or construe a word,τὰ ἀρρενικὰ τοῖς θηλυκοῖς D.H.Amm.2.11
, cf. A.D.Conj.218.10;τὴν ἐν πρόθεσιν μετὰ γενικῆς Greg.Cor. p.44S.
:—[voice] Pass., A.D.Pron.69.15, D.L.7.64; συντάσσεται ἀπὸ γενικῆς εἰς αἰτιατικήν (e.g. ἀφαιρῶ σοῦ τόδε) Thom.Mag.p.33R.; cf.συντακτός, σύνταξις 1.4
.b [voice] Pass., to be added to, c. dat., A.D.Pron.38.1; of syllables, τὸ σκλα καὶ στρα συντετάξεται Id.Synt.313.16.III [voice] Med., agree together,πάντα συνταξάμενοι καὶ οὐδὲν ἀπὸ ταὐτομάτου τούτων ἔπραττον D.24.27
;συνταξάσθω πρὸς αὐτοὺς.. πόσον δεῖ ἔλαιον.. πωλεῖν PRev.Laws 47.13
(iii B.C.);σ. πρὸς ἀλλήλους Plb.3.67.1
: c. inf.,συνετάττετο κοινῇ πρεσβεύειν D.19.13
:—[voice] Pass., κατὰ τὸ συντεταγμένον in accordance with what had been arranged, Plb.3.42.9, 3.43.6;πραξάντων τὸ συνταχθέν Id.8.28.10
; κελεῖσαι προελθόντα στῆναι πρὸ τῆς πόλεως ἐπὶ τὸν συνταχθέντα τάφον the pre-arranged tomb, Id.9.17.2; cf.σύνταξις 11.2
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συντάσσω
-
7 φοιτάω
φοιτάω, ion. φοιτέω, Her., φοίτεσκον Asius bei Ath. XII, 526 e, l. d., φοιτήτην = ἐφοιτάτην Il. 12, 266, – hin- und her-, aus- und eingehen, umhergehen, stets mit bes. Nebenbegriff, entweder des wiederholten und häufigen, oder des gemeinschaftlichen, oder des planlosen, unsteten, od. des raschen, hastigen Gehens; öfters bei Hom., wie Il. 24, 533, φοίτα δ' ἄλλοτε μὲν πρόσϑ Ἕκτορος, ἄλλοτ' ὄπισϑεν 5, 595, φοίτων ἔνϑα καὶ ἔνϑα ἀνὰ στρατόν 2, 779, βοῆς ἀΐοντες ἐφοίτων ἄλλοϑεν ἄλλος Od. 9, 401, u. sonst; auch φοίτα μακρὰ βιβάς, er ging mit langen Schritten umher, Il. 15, 686, u. öfter, wie Hes.; auch von Vögeln, ὄρνιϑες πολλοὶ φοιτῶσιν Od. 2, 182, wie Eur. Hipp. 1059; διὰ νηὸς φοιτᾶν, durch das Schiff hin und her gehen, Od. 12, 420; φοιτᾷ γὰρ ὑπ' ἀγρίαν ὕλαν Soph. O. R. 476, u. öfter; auch von den Anfällen einer Krankheit, ἥδε μοι ὀξεῖα φοιτᾷ καὶ ταχεῖ' ἀπέρχεται Phil. 797; bei Her. u. in Prosa bes. = häufig gehen, kommen; ἐς πολέμους, ἐς ἀγορήν, Her. 1, 37; παρ' αὐτόν 1, 96; von der Frau, zum Manne gehen, 2, 111. 4, 1; ἐς τὰ χρηστήρια 6, 125; εἰς συσσίτια u. ä. öfters, ἐπὶ τὰς ϑύρας Xen. Cyr. 8, 1,8; εἰς παλαίστραν Plat. Gorg. 456 d; εἰς τοὺς διδασκάλους Alc. 1, 121 e; häufiger εἰς διδασκάλου od. εἰς διδασκάλων, sc. οἶκον od. διδασκαλεῖον, zum Lehrer, in die Schule gehen, παῖς ὢν ἐφοίτας εἰς τίνος διδασκάλου Ar. Equ. 1231; Plat. Prot. 326 c Alc. I, 109 d u. sonst; auch πρὸς τὰς τοῦ γραμματιστοῦ ϑύρας, Eryx. 398 e; auch ohne weitern Zusatz ist φοιτᾶν so gebraucht Ar. Nub. 906. 928; ὅποι ἐφοιτῶμεν, wo wir in die Schule gingen, Is. 9, 28; ἐδίδασκες γράμματα, ἐγὼ δ' ἐφοίτων Dem. 18, 265. – Auch von leblosen Gegenständen, z. B. von Waaren, eingeführt werden, ἀπ' ὅτευ τὸ ἤλεκτρον φοιτᾷ Her. 3, 115; ὅϑεν ὁ σῖτος φοιτᾷ Xen. Hell. 1, 1,35; κέρεα τὰ εἰς Ἕλληνας φοιτέοντα, Hörner, die zu den Griechen eingeführt werden, Her. 7, 126; σῖτός σφισι πολλὸς ἐφοίτα, Getreide kam ihnen reichlich zu, 7, 23; – auch von eingehenden Tributen und Abgaben, τάλαντον ἀργυρίου Ἀλεξάνδρῳ ἡμέρης ἑκάστης ἐφοίτα, an jedem Tage ging bei Alexander ein Talent Silbers ein, 5, 17, vgl. 3, 90; – so ἐπιστολαὶ φοιτῶσιν Plat. Ep. VII, 339 d; ἀπειλαὶ ἐφοίτων παρὰ βασιλέως Legg. III, 698 a. – Wahnsinnig od. wüthend umherirren, umherrasen, Soph. Ai. 59 O. R. 1255; bes. von den Bacchantinnen u. den Priestern der Kybele, in Verzückung umherschwärmen, εἰς Διόνυσον Agath. 31 (VI, 172); vgl. Asclepiad. 22 (V, 207).
-
8 ξυναγω
(impf. συνήγαγον - дор. συνᾶγον, эп. σύνᾰγον; aor. 1 συνῆξα, pf. συνῆχα и συναγήοχα; pass.: aor. συνήχθην, pf. συνῆγμαι - дор. συνᾶγμαι)1) собирать(καρπούς Polyb.; νεφέλας Hom.; τινὰς ἐς ἕνα χῶρον Her.)
σ. τὰς εἰσφοράς Arst. — собирать поступления, доходы;σ. τὸ ἔλαιον ἐν ἀγγηΐοις Her. — сливать оливковое масло в сосуды;σ. ἑαυτόν Plut. — собираться с силами2) сводить вместе(τοὺς ἑαλωκότας Xen.)
Ἕλληνας εἰς ἓν καὴ Φρύγας ξ. Eur. — сталкивать греков с фригийцами3) свозить, (отовсюду) доставлять(τὰ χρήματα ἐκ τῶν ἀγρῶν Xen.)
ὅρκια πιστὰ θεῶν σ. Hom. — приводить жертвенных животных для освящения договоров4) собирать, созывать(τὸ δικαστήριον Her.; τέν ἐκκλησίαν Thuc.)
συνήχθησαν εἰς τέν αὐλήν NT. — они собрались во дворе5) привлекать, навлекать(φθόνον τινί Dem.)
6) сочетать, соединять, связывать(τινά τινι Xen.; τὸ ἄρρεν πρὸς τὸ θῆλυ Arst.)
σ. ἀνθρώπους εἰς κηδείαν Xen. — соединять людей узами родства7) сваливать в одну кучу(τὰ κάλλιστα τοῖς αἰσχίστοις Aeschin.)
8) учреждать, устраивать(γάμους Xen.; πανηγύρεις Isocr.; συσσίτια Plat.)
9) устраивать, строить(τὸν κοινὸν βίον Plat.)
σ. ἐκ δικαίων τὸν βίον Men. — строить жизнь на честных делах10) набирать, снаряжать(τριήρεις καὴ πεζέν στρατιάν Isocr.)
11) сближать, смыкать(τὰ κέρατα Her.)
σ. τὰ τέρματα Her. — (о реках) соединяться устьями12) стягивать, свиватьσ. τὰς ὀφρῦς Soph. — хмурить брови;
σ. ἅμμα Plat. — стягивать узел;σ. τὰ ὄμματα или βλέφαρα Arst. — щуриться;ὅ ὄφις συνάγει ἑαυτόν Arst. — змея свивается13) суживать(τέν διώρυχα Her.; τέν πόλιν Polyb.)
σ. πρῴρην Her. — заострять носовую часть корабля;εἰς ὀξὺ συνῆχθαι Arst. — суживаться, заостряться;σ. τὰ ὦτα Xen. — навострять (настораживать) уши14) стеснятьσυνηγμένος ταῖς ὕλαις τόπος Polyb. — местность, ограниченная отовсюду лесами;
ξ. (τοὺς πολεμίους) ἐς ὀλίγον Thuc. — запереть противника на небольшом пространстве;συναχθῆναι τῇ σιτοδείᾳ Polyb. — терпеть недостаток в хлебе;συνάγεσθαι ὑπὸ τοῦ λιμοῦ Polyb. — страдать от голода15) ( о боевых действиях) завязывать, начинать(ἔριδα Ἄρηος Hom.; πόλεμον Isocr.)
σ. εἰς χεῖρας Plut. — вступать в рукопашный бой16) составлять, сочинятьβουλέν σ. πολέμοιο Batr. — составлять план войны;
τὰς πράξεις τὰς ἐν τοῖς πολέμοις σ. Isocr. — описывать военные подвиги;σ. ὑπόμνημα τῶν γεγονότων Luc. — писать воспоминания о прошлом17) делать вывод, заключать Luc.ἐξ ὁμολογουμένων σ. Arst. — делать вывод из общепризнанных суждений;
σ. τὸ κεφάλαιον Arst. — подводить итоги18) сплетать, ткать(ὕφασμα ἔκ τινος Plat.)
19) сосредоточивать, выстраивать20) двигать вместеσυνάγεσθαι τᾷ περιφορᾷ τῶ (= τοῦ) παντός Plat. — двигаться по кругу вместе с вселенной
-
9 συναγω
(impf. συνήγαγον - дор. συνᾶγον, эп. σύνᾰγον; aor. 1 συνῆξα, pf. συνῆχα и συναγήοχα; pass.: aor. συνήχθην, pf. συνῆγμαι - дор. συνᾶγμαι)1) собирать(καρπούς Polyb.; νεφέλας Hom.; τινὰς ἐς ἕνα χῶρον Her.)
σ. τὰς εἰσφοράς Arst. — собирать поступления, доходы;σ. τὸ ἔλαιον ἐν ἀγγηΐοις Her. — сливать оливковое масло в сосуды;σ. ἑαυτόν Plut. — собираться с силами2) сводить вместе(τοὺς ἑαλωκότας Xen.)
Ἕλληνας εἰς ἓν καὴ Φρύγας ξ. Eur. — сталкивать греков с фригийцами3) свозить, (отовсюду) доставлять(τὰ χρήματα ἐκ τῶν ἀγρῶν Xen.)
ὅρκια πιστὰ θεῶν σ. Hom. — приводить жертвенных животных для освящения договоров4) собирать, созывать(τὸ δικαστήριον Her.; τέν ἐκκλησίαν Thuc.)
συνήχθησαν εἰς τέν αὐλήν NT. — они собрались во дворе5) привлекать, навлекать(φθόνον τινί Dem.)
6) сочетать, соединять, связывать(τινά τινι Xen.; τὸ ἄρρεν πρὸς τὸ θῆλυ Arst.)
σ. ἀνθρώπους εἰς κηδείαν Xen. — соединять людей узами родства7) сваливать в одну кучу(τὰ κάλλιστα τοῖς αἰσχίστοις Aeschin.)
8) учреждать, устраивать(γάμους Xen.; πανηγύρεις Isocr.; συσσίτια Plat.)
9) устраивать, строить(τὸν κοινὸν βίον Plat.)
σ. ἐκ δικαίων τὸν βίον Men. — строить жизнь на честных делах10) набирать, снаряжать(τριήρεις καὴ πεζέν στρατιάν Isocr.)
11) сближать, смыкать(τὰ κέρατα Her.)
σ. τὰ τέρματα Her. — (о реках) соединяться устьями12) стягивать, свиватьσ. τὰς ὀφρῦς Soph. — хмурить брови;
σ. ἅμμα Plat. — стягивать узел;σ. τὰ ὄμματα или βλέφαρα Arst. — щуриться;ὅ ὄφις συνάγει ἑαυτόν Arst. — змея свивается13) суживать(τέν διώρυχα Her.; τέν πόλιν Polyb.)
σ. πρῴρην Her. — заострять носовую часть корабля;εἰς ὀξὺ συνῆχθαι Arst. — суживаться, заостряться;σ. τὰ ὦτα Xen. — навострять (настораживать) уши14) стеснятьσυνηγμένος ταῖς ὕλαις τόπος Polyb. — местность, ограниченная отовсюду лесами;
ξ. (τοὺς πολεμίους) ἐς ὀλίγον Thuc. — запереть противника на небольшом пространстве;συναχθῆναι τῇ σιτοδείᾳ Polyb. — терпеть недостаток в хлебе;συνάγεσθαι ὑπὸ τοῦ λιμοῦ Polyb. — страдать от голода15) ( о боевых действиях) завязывать, начинать(ἔριδα Ἄρηος Hom.; πόλεμον Isocr.)
σ. εἰς χεῖρας Plut. — вступать в рукопашный бой16) составлять, сочинятьβουλέν σ. πολέμοιο Batr. — составлять план войны;
τὰς πράξεις τὰς ἐν τοῖς πολέμοις σ. Isocr. — описывать военные подвиги;σ. ὑπόμνημα τῶν γεγονότων Luc. — писать воспоминания о прошлом17) делать вывод, заключать Luc.ἐξ ὁμολογουμένων σ. Arst. — делать вывод из общепризнанных суждений;
σ. τὸ κεφάλαιον Arst. — подводить итоги18) сплетать, ткать(ὕφασμα ἔκ τινος Plat.)
19) сосредоточивать, выстраивать20) двигать вместеσυνάγεσθαι τᾷ περιφορᾷ τῶ (= τοῦ) παντός Plat. — двигаться по кругу вместе с вселенной
-
10 συστέλλω
A draw together: shorten sail, (lyr.): Com. metaph.,συστείλας γε τοὺς ἀλλᾶντας εἶτ' ἀφήσω κατὰ κῦμ' ἐμαυτὸν οὔριον Id.Eq. 432
; draw in, contract, of the mouth, Hp.VM22; σ. ἑαυτόν, of a snake, Arist.HA 594a19;σ. καὶ προβάλλειν τὴν γλῶτταν Id.PA 660a23
; σ. τὸ πρόσωπον, so as to express disgust, Luc.DMeretr.13.5; of soldiers, σ. τινὰς εἰς τὸ τεῖχος, εἴσω τοῦ χάρακος ἑαυτούς, Plu.Sull.9, Cam.34:— [voice] Pass., contract oneself, draw in, Arist.MA 701b15, Pr. 949a17, Sor. 1.7;τὸν ἀέρα.. τυποῦσθαι συστελλόμενον ὑπὸ τοῦ ὁρωμένου καὶ τοῦ ὁρῶντος Thphr.Sens.50
;συνέσταλται.. τὸ θερμόν Id.Ign.13
;σ. εἰς ὀλίγον Plu.Arist.14
;εἰς μεῖόν τι X.Vect.4.3
; εἰς τρίβωνα ῥᾳδίως συστέλλομαι (cf. infr. 11) Crates Theb.16;ἐς βραχύ Luc.Icar.12
;τοῖς ὄγκοις συνεσταλμένοι D.S.4.20
; βραχίονας καὶ καρποὺς.. ἐν τοῖς συνεσταλμένοις ἀποδεσμεύειν at the narrow parts, Gal.12.693; - όμεναι ὥσπερ ὄρνιθες gathering together, Plu.2.565e; cf. συνεσταλμένως.2 contract, reduce, ; ἁμαρτήματα ὡς εἰς ἐλάχιστα ς. D.18.246;σ. ἐπὶ τὸ ταπεινότερον Arist.Rh.Al. 1423b24
;τὰς φυσικὰς λύπας εἰς μικρόν Diog.Oen.2
;τὴν ῥύσιν Sor.2.41
;τὰ συσσίτια πρὸς τὸ σωφρονέστερον D.C.54.2
:—[voice] Pass., draw cowering together,συσταλέντες.. σιγῇ καθήμεθ' E.IT 295
; τῇ διαίτῃ συνεστάλθαι to be moderate, Hp.Art.50, cf. Phld.Vit.p.22 J.; ξ. ἐς εὐτέλειαν retrench expenses, Th.8.4;ἵνα συνσταλῶσιν αἱ λίαν ἄκαιροι δαπάναι IG22.1329.11
, cf. PAmh.2.70.3 (ii A.D.).b deprive of all food and drink,συστέλλειν, εἰ δὲ μὴ ἀντέχοι τις, ἐπ' ὀλιγοσιτίας καὶ ὑδροποσίας τηρεῖν Sor.2.15
, cf. 86.3 humble, abase, τάτοι μέγιστα πολλάκις θεὸς.. συνέστειλεν E.Fr. 716
; ταπεινοῦντα καὶ ς. Pl.Ly. 210e;αἱ συμφοραὶ σ. τινάς Isoc.8.85
; opp. ἐξαίρω, Phld.Vit. p.20 J.; depress (opp. διαχέω, ἀνίημι), διάνοιαν Aristid.Quint.2.9
, 10:— [voice] Pass., to be lowered or cast down,συνέσταλμαι κακοῖς E.HF 1417
, cf. Tr. 108 (anap.); [δοῦλοι] σ. τὰς φύσεις Heraclid.Pont.
ap. Ath.12.512b.4 σ. λέξιν lower it, make it mean, Hermog.Id.1.6; pronounce a syllable short, opp. ἐκτείνω, D.H.Comp.14 ([voice] Pass.); δίχρονα συνεσταλμένα doubtful vowels when shortened, A.D.Pron.11.19.5 [ ὀνόματα] συστέλλεται ἐκ τῆς πολλῆς ποιότητος τῇ παραθέσει τοῦ ἄρθρου are reduced or restricted out of their generality, Id.Synt.69.4.II wrap closely up, shroud, , cf. Luc.Im.7:—[voice] Med., ξυστειλάμεναι θαἰμάτια wrapping our cloaks close round us, Ar.Ec.99; συστέλλου σεαυτήν gird up your loins, get ready for action, ib. 486 (lyr.); ξυστᾰλείς tucked up, ready for action, Id.V. 424 (troch.), cf. Lys. 1042 (troch.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συστέλλω
-
11 χειμερινός
A of or in winter, opp.θερινός, χ. τροπαί Democr.14
,etc.;χ. μῆνες Th.6.21
;πρὸς ἥλιον τὸν χ. Hdt.1.193
, cf. X.Mem.3.8.9;χ. ἀνατολὴ τοῦ ἡλίου καὶ δυσμαὶ αἱ χ. Hp.
Aër.3, cf. Arist.Mete. 364b3;ὄμβροι Plb. 9.43.5
;συσσίτια χ. Pl.Criti. 112b
; δεξαμεναί ib. 117b;πυρετός Hp. Acut.
(Sp.) 24;νόσοι Gal.17(1).734
;ἀργυρώματα Ath.6.230d
;μάχη D.18.216
; [τινὰ τῶν ζῴων] ἀποβάλλει τὰς χ. τρίχας their winter coat, Arist.Pr. 893a5; χ. ὄνειρος a winter night's dream. Luc.Somn. 17; also τὴν χ. (sc. ὥρην ) the winter season, Hdt.1.202, cf. Thphr.CP 4.8.1, D.S.1.11; τὰν χ. (sc. ἑξάμηνον) ([place name] Cos); τὰ χ. Pl.Lg. 683c, 915d.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χειμερινός
См. также в других словарях:
σπάρτη — I Μυθικό πρόσωπο επώνυμη ηρωίδα της Σπάρτης κόρη του Ευρώτα και της Κλήτας και σύζυγος του Λακεδαίμονα. Ήταν μητέρα του Αμύκλα, της Ευρυδίκης, του Ίμερου και της Ασίνης. II Πόλη (14.084 κάτ.) της νότιας Πελοποννήσου, πρωτεύουσα του νομού Λακωνίας … Dictionary of Greek
Σπάρτη — I Μυθικό πρόσωπο επώνυμη ηρωίδα της Σπάρτης κόρη του Ευρώτα και της Κλήτας και σύζυγος του Λακεδαίμονα. Ήταν μητέρα του Αμύκλα, της Ευρυδίκης, του Ίμερου και της Ασίνης. II Πόλη (14.084 κάτ.) της νότιας Πελοποννήσου, πρωτεύουσα του νομού Λακωνίας … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
τρόφιμος — Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Καταγόταν από την Έφεσο (Πράξεις α’ 39). Έδρασε ως ακόλουθος και συναγωνιστής του αποστόλου Παύλου (Β’ Προς Τιμόθεον δ’ 20) και διώχτηκε και κακοποιήθηκε μαζί με αυτόν. Πέθανε με μαρτυρικό θάνατο επί… … Dictionary of Greek
Κεράων — Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν ήρωας των Σπαρτιατών και συμβόλιζε το κέρασμα του κρασιού. Οι υπηρέτες που κερνούσαν το κρασί και παρασκεύαζαν το ψωμί στα σπαρτιατικά συσσίτια είχαν ανεγείρει άγαλμα προς τιμήν του. * * * Κεράων, ωνος, ὁ (Α) (στη Σπάρτη) … Dictionary of Greek
άνθιμος — I (Διονύσιος Ρούσσος, Σαλμώνη Ηλείας 1934 –). Μητροπολίτης Αλεξανδρουπόλεως. Σπούδασε στη φιλοσοφική και στη θεολογική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Χειροτονήθηκε διάκονος το 1964 και πρεσβύτερος το 1965. Υπηρέτησε ως φιλόλογος καθηγητής σε… … Dictionary of Greek
αγέλη — Ομάδα ομοειδών ζώων που ζουν και μετακινούνται μαζί. Η διαβίωση σε α. οφείλεται στην ανάγκη ομαδικής άμυνας και στο ένστικτο της πολυγαμίας. Τα ζώα που ζουν στις α. λέγονται αγελαία. Με τον όρο α. εννοείται στον προσκοπισμό μία τάξη προσκόπων με… … Dictionary of Greek
Μάξιμος — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Είναι κυρίως γνωστός με το όνομα Μαξιμιανός (βλ. λ.). 2. Καταγόταν από τη Μακρούπολη Θράκης και μαρτύρησε επί Μαξιμιανού (286 305) μαζί με τον Ασκληπιοδότη και τον Θεόδοτο. Η μνήμη τους τιμάται στις … Dictionary of Greek